< αὐτοτετράς
αὐτότεχνος >
αὐτότευκ[τος
,
-ον
formado por propio esfuerzo
πυρὰ]ν γὰρ αὐτότευκ[τον ἦν ἐν[ταῦθ' ἰδεῖν
A.
Fr
.73b.2.